- πασσάλων
- πάσσαλοςpegmasc gen plπασσαλόωfurnish with pegsimperf ind act 3rd pl (doric aeolic)πασσαλόωfurnish with pegsimperf ind act 1st sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σκηνή — I Φορητή μορφή κατοικίας από ύφασμα, η οποία στήνεται στο έδαφος με τη βοήθεια σχοινιών και πασσάλων. Χρησιμοποιείται κυρίως για πρόχειρη στέγαση στρατιωτών, σεισμοπαθών, εκδρομέων κλπ. Το ύφασμα της σ. συγκρατείται από ειδικούς οριζόντιους και… … Dictionary of Greek
παττάλων — πάσσαλος peg masc gen pl (attic) πασσάλων , πασσαλόω furnish with pegs imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) πασσάλων , πασσαλόω furnish with pegs imperf ind act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αερόσφυρα — Εργαλειομηχανή που λειτουργεί με πεπιεσμένο αέρα τον οποίο διοχετεύει σε αυτήν ένας αεροσυμπιεστής. Η α. αντικατέστησε τη βαριά σφύρα ή βαριοπούλα του σιδηρουργού και του μηχανουργού. Υπάρχουν πολλοί τύποι α., ανάλογα με τις διαστάσεις και τον… … Dictionary of Greek
διαπατταλεύω — και διαπασσαλεύω (Α) τεντώνω (δέρμα συνήθως) και καρφώνω τις άκρες στα άκρα σταυρωτών πασσάλων … Dictionary of Greek
δρύφακτο — το και δρύφακτος και δρυφάκτης, ο (AM δρύφακτος, ο) ξύλινο κιγκλίδωμα που διαχωρίζει έναν χώρο, κάγκελα νεοελλ. 1. ελαφρό σανίδωμα που επεκτείνει την πλευρά τού πλοίου πέρα από το κατάστρωμα για μετριασμό τής εισροής τών υδάτων, στηθαίο, θωράκιο … Dictionary of Greek
θεμελίωση — Το υπόγειο τμήμα ενός κτιρίου, γέφυρας ή άλλου χτίσματος που προορίζεται να υποβαστάζει το υπέργειο κτίσμα, δηλαδή τις λεγόμενες υπερυψωμένες κατασκευές. Οι θ. των οικοδομών ταξινομούνται στους εξής κύριους τύπους: συνεχείς, συνολικού οικοπέδου… … Dictionary of Greek
καθαρπάζω — (AM) αρπάζω κάτι βιαστικά ή με βίαιο τρόπο, παίρνω κάτι στα χέρια μου («τεύχη πασσάλων καθαρπάσας», Ευρ.) αρχ. 1. οικειοποιούμαι, σφετερίζομαι 2. λεηλατώ, διαρπάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἁρπάζω] … Dictionary of Greek
καλαμουργία — καλαμουργία, ἡ (Α) [καλαμουργώ] πάπ. η ετοιμασία πασσάλων για στήριξη τών κλημάτων … Dictionary of Greek
κατάπηξη — η (Α κατάπηξις) [καταπήγνυμι] 1. μπήξιμο πασσάλων στη γη νεοελλ. χάραξη δρόμου ή οχύρωσης με πασσάλους … Dictionary of Greek
κατοίκια — Κάθε φυσικό καταφύγιο ή τεχνητό κτίσμα, όπου διαμένει ο άνθρωπος μόνιμα ή προσωρινά. Οι τύποι κ. διαφέρουν ανάλογα με τη γεωγραφική περιοχή και τις ιστορικές περιόδους και εξαρτώνται από πολυάριθμους παράγοντες, σπουδαιότεροι από τους οποίους… … Dictionary of Greek